- μεγά-φρων
μεγά-φρων, = μεγαλόφρων, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγά-φρων, = μεγαλόφρων, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάφρων — ον (Α μεγάφρων, ον) ο μεγαλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + φρων (< ρ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek