- μεγ-άνωρ
μεγ-άνωρ, ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγ-άνωρ, ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής 2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα 3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία β) «γυνή πολυάνωρ» γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek