- μετα-βουλεύω
μετα-βουλεύω, seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν ϑεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσϑα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.