μετα-βουλεύω

μετα-βουλεύω

μετα-βουλεύω, seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν ϑεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσϑα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”