- μετα-μοσχεύω
μετα-μοσχεύω, umpflanzen, Sp., Hesych. erkl. μεταφυτεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-μοσχεύω, umpflanzen, Sp., Hesych. erkl. μεταφυτεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεμόσχευσε — μετά μοσχεύω plant a sucker aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεμόσχευσεν — μετά μοσχεύω plant a sucker aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek