- μετα-μορφόω
μετα-μορφόω, umgestalten, in eine andere Gestalt verwandeln; τὴν Νέμεσιν ποιεῖ εἰς ἰχϑὺν μεταμορφουμένην, Ath. VIII, 334 c; Luc. Asin. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-μορφόω, umgestalten, in eine andere Gestalt verwandeln; τὴν Νέμεσιν ποιεῖ εἰς ἰχϑὺν μεταμορφουμένην, Ath. VIII, 334 c; Luc. Asin. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.