- μετα-μαίομαι
μετα-μαίομαι (s. μαίομαι), aufspüren und zu erlangen suchen, ἀετὸς τηλόϑι – ἄγραν, Pind. N. 3, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-μαίομαι (s. μαίομαι), aufspüren und zu erlangen suchen, ἀετὸς τηλόϑι – ἄγραν, Pind. N. 3, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek