- μετα-δίομαι
μετα-δίομαι (s. δίομαι), verfolgen, in tmesi, Aesch. μετά με δρόμοισι διόμενοι, Suppl. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-δίομαι (s. δίομαι), verfolgen, in tmesi, Aesch. μετά με δρόμοισι διόμενοι, Suppl. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταδίομαι — (Α) τρέπω σε φυγή, καταδιώκω («μετά με δρόμοισι διόμενοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δίομαι «διώκω»] … Dictionary of Greek