εἷος

εἷος

εἷος, ep. = ἕως, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἷος — epic (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλειος — (I) α, ο (Α μήλειος, ον, θηλ. και εία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ ειος)]. (II) μήλειος, ον, θηλ. και εία (Α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… …   Dictionary of Greek

  • ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ηρακλείτειος — α, ον (Α ἡρακλείτειος, α, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Ηράκλειτο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἡρακλείτειοι οι μαθητές και οπαδοί τού Ηρακλείτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλειτος + κατάλ. ειος (πρβλ. αισχύλ ειος, αισώπ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειος — α, ο (Α Ἡφαίστειος, εία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω τού οποίου διοχετεύεται το… …   Dictionary of Greek

  • θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ …   Dictionary of Greek

  • κάπνειος — και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α) (ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ειος / εος (πρβλ. κήδ ειος / κήδ εος, τέλ ειος / τέλ εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] …   Dictionary of Greek

  • καστάνειος — καστάνειος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («καστάνειος φλοιός», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. ειος (πρβλ. κύκν ειος, σύκ ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”