εἷο

εἷο

εἷο, ep. = ἕο, οὗ, Il. 4, 400 Hes. Th. 392.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἷο — ἕ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • αγένειος, -ειο — αυτός που δεν έχει ακόμη γένια: Ήταναγένειο παλικάρι, όταν έχασε τον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἷ' — εἷο , ἕ masc/fem gen sg εἷαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg (epic) εἷαι , ἕζομαι seat oneself perf ind mp 2nd sg (epic) εἷαι , ἵημι Ja c io perf ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… …   Dictionary of Greek

  • καφείο — το καφενείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο, κουρ είο)] …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • προξενείο — το, Ν 1. το οίκημα στο οποίο είναι εγκατεστημένη η προξενική αρχή μιας χώρας («απέναντι από το προξενείο τής Ισπανίας») 2. η προξενική αρχή («... το ελληνικό προξενείο έκανε έντονο διάβημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξενος + κατάλ. είο (πρβλ. δημαρχ είο) …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”