εἷλον

εἷλον

εἷλον, aor. II. zu αἱρέω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἷλον — αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd pl αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • ερήμην — (AM ἐρήμην) [ερήμη] επίρρ. εν απουσία κάποιου, και μάλιστα σε δίκη, κατά την οποία κάποιος δικάζεται ενώ απουσιάζει νεοελλ. 1. εν αγνοία κάποιου («τήν αγαπά ερήμην» εν αγνοία της) 2. φρ. «δικάστηκα ερήμην» δικάστηκα χωρίς να παρουσιαστώ στη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OPPIANUS — Poeta et Grammaticus eximius, Agesilai et Zenodotae fil. ex Anazarbo, sive (ut Suidae placet) Coryco, Ciliciae civitate. Scripsit Α῾λιευτικὰ, et Κυνηγετικὰ elegantissimis versibus, in quibus Virgilium, quâ pote, secutus est, quae Antonino… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • σκοπή — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (811 κάτ., υψόμ. 210 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, νοτιοδυτικά της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 938 κάτ.). 2. Μικρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”