- πυρί-δαπτος
πυρί-δαπτος, vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-δαπτος, vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίδαπτος — ον, Α αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ ὁδόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό δαπτος] … Dictionary of Greek