- πυρίδιον
πυρίδιον, τό, dim. von πῠρ, Plut. plac. phil. 2, 90 im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίδιον, τό, dim. von πῠρ, Plut. plac. phil. 2, 90 im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίδιον — spark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίδιον — (I) τὸ, Α [πῡρ] (με υποκορ. σημ.) σπινθήρας, λάμψη. (II) τὸ, Α [πυρός] (με υποκορ. σημ.) σιταράκι … Dictionary of Greek
πυριδίων — πυρίδιον spark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριδίῳ — πυρίδιον spark neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίδια — πυρίδιον spark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek