- πυρί-καυστος
πυρί-καυστος, mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-καυστος, mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωόκαυστος — ζωόκαυστος, ον (Μ) αυτός που καίγεται ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + καυστος (< καίω), πρβλ. ά καυστος, πυρί καυστος] … Dictionary of Greek
οψίκαυστοι — ὀψίκαυστοι, οἱ (Μ) (ενν. ἁλιεῑς) αυτοί που έχουν ηλιοκαμμένη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψις + καυστός < καίω), πρβλ. πυρί καυστος] … Dictionary of Greek
πρισματόκαυστος — ον, Α αυτός που καίει βραδέως όπως τα πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος + καυστος (< καίω), πρβλ. πυρί καυστος] … Dictionary of Greek
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek