- πυρί-καυτος
πυρί-καυτος, = πυρίκαυστος; Luc. Asin. 6; Nonn. D. 10, 74, oft; auch νοσήματα, Plat. Tim. 85 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-καυτος, = πυρίκαυστος; Luc. Asin. 6; Nonn. D. 10, 74, oft; auch νοσήματα, Plat. Tim. 85 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek