πυρί-κμητος

πυρί-κμητος

πυρί-κμητος, am od. im Feuer gearbeitet; λέβης, Callim. Del. 145; auch χρώς, verbrannt, Nic. Th. 241.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”