πυρί-εφθος

πυρί-εφθος

πυρί-εφθος, im od. am Feuer gekocht; bes. τὸ πυρίεφϑον, = πυριάτη, die erste Muttermilch, erwärmt, zum Essen bereitet; Philippides bei Ath. XIV, 658 d, im plur., τοὺς πυριέφϑας (bei Poll. 6, 54 u. Hesych. aber τὰ πυρίεφϑα), wo Ath. hinzusetzt οὕτω καλεῖται τὸ πρῶτον γάλα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίεφθον — τὸ, Α το πρωτόγαλα, η κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἑφθός, ρημ. επίθ. τού ἕψω «ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • πυριεφθής — ές, Α ψημένος, μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἕψω «ψήνω» (πρβλ. ρημ. επίθ. ἑφθός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”