πυρί-πλοκος

πυρί-πλοκος

πυρί-πλοκος, im Feuer verbunden, Nonn. D. 30, 83.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίπλοκος — ον, ΜΑ πλεγμένος με φωτιά ή συνδεδεμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πλοκός (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό πλοκος, πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”