- πυρί-σπαρτος
πυρί-σπαρτος, Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-σπαρτος, Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] … Dictionary of Greek