- εἰργμός
εἰργμός, ὁ, att. εἱργμός, das Einsperren, Gefängniß; Plat. Phaed. 82 e Rep. VI, 495 d; Dem. 59, 71; – die Fessel, Bande, Ael. H. A. 7, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰργμός, ὁ, att. εἱργμός, das Einsperren, Gefängniß; Plat. Phaed. 82 e Rep. VI, 495 d; Dem. 59, 71; – die Fessel, Bande, Ael. H. A. 7, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειργμός — εἱργμός και εἰργμός, ο (Α) 1. ειρκτή, φυλακή 2. φυλάκιση, κάθειρξη … Dictionary of Greek
εἰργμός — cage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱργμός — cage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργμῶν — εἰργμός cage masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργμῷ — εἰργμός cage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργμόν — εἰργμός cage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱργμοῦ — εἱργμός cage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱργμῶν — εἱργμός cage masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱργμόν — εἱργμός cage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και … Dictionary of Greek
u̯erĝ-1, u̯reĝ- — u̯erĝ 1, u̯reĝ English meaning: to close, enclose; pen Deutsche Übersetzung: “abschließen, einschließen; Hũrde” Note: extension from u̯er 5. Material: O.Ind. vrajá m. “ hurdle, Umhegung”, vr̥jana m. “Umhegung, Einfriedigung … Proto-Indo-European etymological dictionary