- εἱρκτή
εἱρκτή, ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἱρκτή, ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτή — εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτή — an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρκτή — η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή) φυλακή, δεσμωτήριο νεοελλ. πρόσκαιρη κάθειρξη αρχ. γυναικωνίτης … Dictionary of Greek
ειρκτή — η 1. η φυλακή, το δεσμωτήριο. 2. εγκληματική ποινή φυλάκισης 5 10 ετών του παλιού ποινικού νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρκτῆι — εἰρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτῆι — εἱρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκταῖς — εἱρκτή an inclosure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτῆς — εἱρκτή an inclosure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτήν — εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)