- εἱργνύω
εἱργνύω, ins Gefängniß werfen, part. praes., Andoc. 4, 27. S. ἔργνυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἱργνύω, ins Gefängniß werfen, part. praes., Andoc. 4, 27. S. ἔργνυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είργνυμι — εἵργνυμι και εἱργνύω (Α) 1. κλείνω μέσα, εγκλείω 2. ρίχνω στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας τού είργω*, σχηματισμένος κατά τα σε μι] … Dictionary of Greek