- εὔ-σκεπτος
εὔ-σκεπτος, leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σκεπτος, leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύσκεπτος — εὔσκεπτος, ον (Α) αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό σκεπτος, πολύ σκεπτος] … Dictionary of Greek
περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… … Dictionary of Greek
αξιόσκεπτος — ἀξιόσκεπτος, ον (Α) ο υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
σκεπτοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)] … Dictionary of Greek