- εὔ-σειστος
εὔ-σειστος, leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σειστος, leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειστός — shaken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστός — ή, ό / σειστός, ή, όν, ΝΜΑ [σείω] αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ. β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σειστόν — σειστός shaken masc acc sg σειστός shaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστοῖς — σειστός shaken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστά — σειστά̱ , σειστής earth shaker masc nom/voc/acc dual σειστής earth shaker masc voc sg σειστής earth shaker masc nom sg (epic) σειστός shaken neut nom/voc/acc pl σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc/acc dual σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσειστος — η, ο (για τόπους) αυτός που υφίσταται σεισμούς τών οποίων το επίκεντρο βρίσκεται σε άλλον τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + σειστος (< σείω), πρβλ. ά σειστος] … Dictionary of Greek
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
αυτόσειστος — η, ο (για περιοχές) αυτός που έχει σεισμογόνο εστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σειστός < σείω (πρβλ. άσειστος). Η λ. μαρτυρείται στον Η. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
ευανάσειστος — εὐανάσειστος, ον (Α) αυτός που ερεθίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σειστος (< ανα σείω)] … Dictionary of Greek