εὔ-σκαφος

εὔ-σκαφος

εὔ-σκαφος, leicht zu graben, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάφος — 1 digging masc nom sg σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek

  • σκάφος — το ους 1. πράγμα σκαμμένο σε σχήμα σκάφης. 2. πλοίο: Κατέπλευσαν στο λιμάνι πολεμικά σκάφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάφει — σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκάφεϊ , σκάφος 2 hull of a ship neut dat sg (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφους — σκάφος 1 digging masc acc pl σκάφος 2 hull of a ship neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφω — σκάφος 1 digging masc nom/voc/acc dual σκάφος 1 digging masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμενόπλοιο — Σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών φορτίων, όπως αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή, υγροποιημένα αέρια, διάφορα χημικά προϊόντα, τρόφιμα κ.ά. Τα σκάφη αυτά διαθέτουν ένα κατάστρωμα, ενώ οι χώροι φόρτωσής τους διαχωρίζονται με… …   Dictionary of Greek

  • ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… …   Dictionary of Greek

  • σκαφέεσσιν — σκάφος 2 hull of a ship neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφεος — σκάφος 2 hull of a ship neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφεσι — σκάφος 2 hull of a ship neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”