- εὔ-σκαρθμος
εὔ-σκαρθμος, ep. ἐΰσκαρϑμος, gut, leicht hüpfend, springend, ἵπποι Il. 13, 31; νῆες Qu. Sm. 14, 10; λαγωός Nic. Al. 325; Pan, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σκαρθμος, ep. ἐΰσκαρϑμος, gut, leicht hüpfend, springend, ἵπποι Il. 13, 31; νῆες Qu. Sm. 14, 10; λαγωός Nic. Al. 325; Pan, Agath. 29 (VI, 32).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαρθμός — leaping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμός — ὁ, Α 1. πήδημα, σκίρτημα, τρέξιμο («ἵππου σκαρθμός», Άρατ.) 2. συνεκδ. (για πλοίο) ο γοργός πλους σε κυματώδη θάλασσα («σκαρθμὸς στόλου», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ τού σκαίρω* + επίθημα θμός (πρβλ. κλαυ θμός, ρυ θμός)] … Dictionary of Greek
σκαρθμοῖς — σκαρθμός leaping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμοῖσι — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμοῖσιν — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμοί — σκαρθμός leaping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμούς — σκαρθμός leaping masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμῶν — σκαρθμός leaping masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμῷ — σκαρθμός leaping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρθμόν — σκαρθμός leaping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρθμός — και σκαρθμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαρθμός* με σίγηση τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek