- εὐ-αγρής
εὐ-αγρής, ές, = εὔαγρος, Opp. H. 3, 49. 4, 157 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αγρής, ές, = εὔαγρος, Opp. H. 3, 49. 4, 157 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄγρης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἄ̱γρης , ἀγρέω take imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγρέω take imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάνειμι — ἐξάνειμι (Α) [ἄνειμι] 1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.) 2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.) 3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν … Dictionary of Greek