- εὐ-αγρία
εὐ-αγρία, ἡ, die glückliche Jagd, glücklicher Fang des Fischers, Alph. Mess. 2 (VI, 187); Antp. Th. 38 (IX, 268); Pol. 8, 31, 6 Luc. catapl. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αγρία, ἡ, die glückliche Jagd, glücklicher Fang des Fischers, Alph. Mess. 2 (VI, 187); Antp. Th. 38 (IX, 268); Pol. 8, 31, 6 Luc. catapl. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρία — ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱ , ἀγριάω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίᾳ — ἀγρίᾱͅ , ἄγριος living in the fields fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱͅ , ἀγρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρια ζωή — Το σύνολο των φυτικών και ζωικών ζωντανών οργανισμών των οποίων ο τρόπος ζωής (αναπαραγωγή, ανάπυξη) δεν έχει επηρεαστεί άμεσα από τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Οι οργανισμοί αυτοί είναι πιθανόν να ανήκουν σε φυσικά οικοσυστήματα ή να… … Dictionary of Greek
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
Αγριά — Sp Agrijà Ap Αγριά/Agria L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά … Dictionary of Greek
άγρια κυδωνιά — η βλ. αγριοκυδωνιά … Dictionary of Greek
άγρια ξυλοκερατιά — η βλ. κουτσουπιά … Dictionary of Greek
άγρια παπαρούνα — η βλ. αγριοπαπαρούνα … Dictionary of Greek
Αγριά — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 5.229 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και αποτελεί προάστιο της πόλης του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός της … Dictionary of Greek
Άγρια Νησιά — Ακατοίκητη νησιωτική συστάδα του Ατλαντικού στο αρχιπέλαγος της Μαδέρας … Dictionary of Greek