- εὐ-αισθησία
εὐ-αισθησία, ἡ, gute, gesunde Sinne, Plat. Tim. 76 d; Arist. part. an. 2, 10 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αισθησία, ἡ, gute, gesunde Sinne, Plat. Tim. 76 d; Arist. part. an. 2, 10 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυαισθησία — η 1. υπερευαισθησία στο ψύχος 2. η έντονη υποκειμενική αίσθηση τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + αισθησία (< * αίσθητος < αισθάνομαι), πρβλ. θερμ αισθησία, καλ αισθησία] … Dictionary of Greek
Sinestesia — Esta imagen se usa en un test para demostrar que el ser humano no asigna los nombres a los objetos arbitrariamente. El test es el siguiente: imagine que una persona remota llama a una de estas dos formas Booba y a la otra Kiki. Trate de adivinar… … Wikipedia Español
Sinestesia — ► sustantivo femenino 1 FISIOLOGÍA Sensación que se produce en una parte del cuerpo a consecuencia de un estímulo aplicado en otra. 2 SICOLOGÍA Imagen o sensación subjetiva, propia de un sentido, determinada por otra sensación que afecta a un… … Enciclopedia Universal
κιναισθησία — η (βιολ. φυσιολ.) σωματαισθητικός τομέας που αφορά την ενσυνείδητη αντίληψη τής θέσης ή τών κινήσεων τών διαφόρων τμημάτων τού σώματος, αλλ. κινησιοαίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kinesthesia < kin (πρβλ. κίνημα) + esthesia (πρβλ … Dictionary of Greek
κοιναισθησία — η 1. φυσιολ. το διάχυτο αίσθημα που έχει κάθε άτομο για τη σωματική του ύπαρξη ανεξάρτητα από τη συνδρομή τών αισθήσεων 2. η αίσθηση τού ατόμου για την ανεξάρτητη ύπαρξή του η οποία προέρχεται από τη διάχυτη αισθαντικότητα τών ιστών και τών… … Dictionary of Greek
παλλαισθησία — η φυσιολ. η αισθαντικότητα τών οστών στο ερέθισμα τών δονήσεων, μορφή τής εν τω βάθει αισθαντικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pallesthesia (< πάλλω + αισθησία)] … Dictionary of Greek
παναισθησία — παναισθησία, ἡ (Α) πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσθησία] … Dictionary of Greek
παραισθησία — η ιατρ. υποκειμενική διαταραχή τής δερματικής αισθητικότητας η οποία εκδηλώνεται με αυτόματη μη φυσιολογική αίσθηση, λ.χ. σαν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, γαργαλητό, κάψιμο, πάγωμα στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthesia (<… … Dictionary of Greek
υπαισθησία — η, Ν ιατρ. μείωση τής ευαισθησίας προς τα αισθητικά ερεθίσματα, ιδίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. hypesthesia (< υπ[ο] * + αισθησία < αίσθηση)] … Dictionary of Greek
hypæsthesia — ‖ hypæsthesia Path. (hɪpɪsˈθiːsɪə) [mod.L., f. hypo 4 + Gr. αισθησία, αἴσθησις sensation, æsthesis.] Diminished capacity for sensation; dulled sensitiveness. in Syd. Soc. Lex. Hence hypæsˈthesic a., of or belonging to hypæsthesia … Useful english dictionary