- εὐ-σκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεπαστός — covered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστός — ή, ό / σκεπαστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκεπάζω] 1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος 2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν… … Dictionary of Greek
σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεπαστόν — σκεπαστός covered masc acc sg σκεπαστός covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστή — σκεπαστός covered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστῷ — σκεπαστός covered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + σκεπαστος < σκεπάζω (πρβλ. ανθο σκέπαστος, ολο σκέπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
χιονοσκέπαστος — η, ο, Ν χιονοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο σκέπαστος, συννεφο σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σκεπαστά — σκεπαστά̱ , σκεπαστής shelterer masc nom/voc/acc dual σκεπαστής shelterer masc voc sg σκεπαστής shelterer masc nom sg (epic) σκεπαστός covered neut nom/voc/acc pl σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered fem nom/voc/acc dual σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοσκέπαστος — η, ο, Ν σκεπασμένος με χρυσοκέντητο κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ανθο σκέπαστος] … Dictionary of Greek