- εὐ-σκίαστος
εὐ-σκίαστος, κοίτη, gut beschattet, Soph. O. C. 1705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σκίαστος, κοίτη, gut beschattet, Soph. O. C. 1705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιαστός — ή, όν, Α [σκιάζω (Ι)] σκιερός … Dictionary of Greek
σκιαστῆς — σκιαστός shaded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαστά — σκιαστά̱ , σκιαστής masc nom/voc/acc dual σκιαστής masc voc sg σκιαστής masc nom sg (epic) σκιαστός shaded neut nom/voc/acc pl σκιαστά̱ , σκιαστός shaded fem nom/voc/acc dual σκιαστά̱ , σκιαστός shaded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκίαστος — εὐσκίαστος, ον (Α) [εύσκιος] αυτός που έχει ωραία σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκιαστός (< σκιάζω)] … Dictionary of Greek
πευκόσκιαστος — η, ο, Ν αυτός που βρίσκεται κάτω απ τη σκιά τών πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + σκιάζω (< σκιά), πρβλ. συννεφό σκιαστος] … Dictionary of Greek
σκιαστικός — ή, όν, ΜΑ [σκιαστός] αυτός που καλύπτει με σκιά, που σκιάζει. επίρρ... σκιαστικῶς Μ με σκιά, με κάλυψη σκιάς … Dictionary of Greek
σταυροσκίαστος — ον, Μ αυτός τον οποίο σκιάζει ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + σκιαστός (< σκιάζω < σκιά)] … Dictionary of Greek
σκιασταί — σκιαστής masc nom/voc pl σκιαστός shaded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαστοῦ — σκιαστής masc gen sg σκιαστός shaded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαστάς — σκιαστά̱ς , σκιαστής masc acc pl σκιαστά̱ς , σκιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) σκιαστά̱ς , σκιαστός shaded fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)