- εὐ-σκάνδιξ
εὐ-σκάνδιξ, ικος, πρηών, kerbelreich, Leon. Tar. 56 (IX, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σκάνδιξ, ικος, πρηών, kerbelreich, Leon. Tar. 56 (IX, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάνδιξ — και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, ικος και σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι… … Dictionary of Greek
σκάνδιξ — σκάνδῑξ , σκάνδιξ wild chervil fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδίκι — και σαντίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ «καυκαλήθρα» (< λατ. scandix)] … Dictionary of Greek
σκαντζίκι — και σκαντσίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκάνδιξ, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκανδίκιον] … Dictionary of Greek
ευσκάνδιξ — εὐσκάνδιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άφθονους σκάνδικες, άφθονα μυρώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάνδιξ «φραγκομαϊντανός, μυρώνι»] … Dictionary of Greek
μυρόνι — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον ή < μυρρίς] … Dictionary of Greek
σκάνδυξ — ο / σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βλ. σκάνδιξ … Dictionary of Greek
σκανδικοπώλης — ὁ, Α πωλητής αγριολάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ, ικος + πώλης*] … Dictionary of Greek
σκανδικώδης — ῶδες, Α [σκάνδιξ, ικος] όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες τού παραπάνω φυτού … Dictionary of Greek
χτενόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ, αλλ. καυκαλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία οφείλεται στη μορφή του] … Dictionary of Greek
αγριοκάντζικα — Κοινή ονομασία του φυτού σκάνδιξ η κτεις (scandix pectenveneris), της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Μονοετής πόα, με βλαστό 10 40 εκ., χνουδωτή, γραμμωτή κατά μήκος, με διακλαδώσεις συνήθως απλωτές και ρίζα πασσαλώδη. Τα άνθη της είναι άσπρα σε… … Dictionary of Greek