κίδναμαι — (Α) (ποιητ. τ. αντί σκεδάννυμαι μόνο στον ενεστ. και παρατ.) εξαπλώνομαι πάνω από κάτι, σκορπίζομαι («Ἠὼς μέν... ἐκίδνατο πᾱσαν ἐπ αἶαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι] … Dictionary of Greek
κιδναμένῃσι — κίδναμαι to be spread abroad pres part pass fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδνᾶται — κίδναμαι to be spread abroad pres subj pass 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδνάμενος — κίδναμαι to be spread abroad pres part pass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδνανται — κίδναμαι to be spread abroad pres ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδνασθαι — κίδναμαι to be spread abroad pres inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδναται — κίδναμαι to be spread abroad pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδνατο — κίδναμαι to be spread abroad imperf ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκίδνατο — κίδναμαι to be spread abroad imperf ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδναμένα — κιδναμένᾱ , κίδναμαι to be spread abroad pres part pass fem nom/voc/acc dual κιδναμένᾱ , κίδναμαι to be spread abroad pres part pass fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδνατ' — κίδναται , κίδναμαι to be spread abroad pres ind pass 3rd sg κίδνατο , κίδναμαι to be spread abroad imperf ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)