- κίνδαξ
κίνδαξ, ακος, ὁ, beweglich, VLL., – nach Phot. auch = κίνδυνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνδαξ, ακος, ὁ, beweglich, VLL., – nach Phot. auch = κίνδυνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd … Dictionary of Greek
κίνδαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνδακας — κίνδαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
ονοκίνδιος — ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Πεισάνδρου) ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ* «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] … Dictionary of Greek
σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
kēi- — kēi English meaning: to move Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein” Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?) Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… … Proto-Indo-European etymological dictionary