κίβδων

κίβδων

κίβδων, ωνος, ὁ, Bergmann, nach Moeris attisch für μεταλλευτής, vgl. Poll. 7, 99.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίβδων — κίβδων, ωνος και δ. γρφ. κιβδών, ῶνος, ὁ (Α) [κίβδος] αυτός που εργάζεται σε μεταλλεία («κιβδῶνες μεταλλεῑς», Φώτ.) …   Dictionary of Greek

  • κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”