- κίδαφος
κίδαφος, schlau, listig, verschmitzt, Hesych. Dah. ἡ κιδάφη, auch ὁ κίδαφος, der Fuchs, auch κίνδαφος u. σκίνδαφος geschrieben, Phot. Nach Einigen verwandt mit κίναδος, richtiger viell. ΚΙΔ = σχιδ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίδαφος, schlau, listig, verschmitzt, Hesych. Dah. ἡ κιδάφη, auch ὁ κίδαφος, der Fuchs, auch κίνδαφος u. σκίνδαφος geschrieben, Phot. Nach Einigen verwandt mit κίναδος, richtiger viell. ΚΙΔ = σχιδ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίδαφος — και κίνδαφος, άφη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δόλιος, πανούργος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιδάφη ή κινδάφη η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. φος είναι χαρακτηριστική ονομασιών ζώων (πρβλ. έλα φος, κόσσυ φος). Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο… … Dictionary of Greek
κίδαφος — wily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδάφη — κίδαφος wily fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδάφην — κίδαφος wily fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
седой — сед, седа, укр. сiдий, др. русск. сѣдъ, также сѣдь, прилаг., с тем же знач. (Григ. Наз.; см. Срезн. III, 889), ст. слав. сѣдъ πολιός (Супр.), сербохорв. си̏jед, сиjѐда, сиjѐдо, словен. sẹ̑d, sẹdа ж., чеш., слвц. šedy, šedivy, др. чеш. šědivy … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… … Dictionary of Greek
κιδάφη — κιδάφη, ἡ (Α) βλ. κίδαφος … Dictionary of Greek
κιδαφεύω — (Α) [κίδαφος] 1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω 2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω» … Dictionary of Greek
σκίνδαφος — ἡ, Α θηλυκή αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κίνδαφος, με αρκτικό σ (πρβλ. σκιδαφή βλ. και λ. κίδαφος)] … Dictionary of Greek
σκιδαφή — Α (κατά τα Αν. Οξ.) «ἀλώπηξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κιδάφη «αλεπού» με αρκτικό σ (βλ. λ. κίδαφος)] … Dictionary of Greek