κίδαρις

κίδαρις

κίδαρις, εως, ἡ (Fremdwort), eine Art von persischem Turban, wie ihn bes. die Könige trugen, aufgerichtet u. oben spitz zulaufend, VLL.; auch κίταρις geschrieben, Plut. Pomp. 42 Artax. 28; Ctes. pers. 47 u. Sp. – Nach Ath. XIV, 631 d ein Tanz bei den Arkadern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίδαρις — Persian head dress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κιδάρει — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc/acc dual (attic epic) κιδάρεϊ , κίδαρις Persian head dress fem dat sg (epic) κίδαρις Persian head dress fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιδάρεις — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc pl (attic epic) κίδαρις Persian head dress fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαρι — κίδαρις Persian head dress fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαριν — κίδαρις Persian head dress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίταρις — κίταρις, ἡ (Α) κίδαρις*, τιάρα («ἡ κίταρις ἐστῶσα περὶ τῇ κεφαλῇ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] …   Dictionary of Greek

  • κίτταρις — κίτταρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) η κίδαρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] …   Dictionary of Greek

  • кивер — военный головной убор , др. русск. киверъ, впервые в 1378 г. у митрополпта Киприана; Киверевъ, фам., 1495 г. (Тупиков); др. русск. киверь – то же, иногда также свадебный венец (ХV в.; см. Соболевский, РФВ 70, 80), укр. кивер, польск. kiwior тур.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • кидарь — м. покрывало, которое носили на голове иудейские первосвященники , только др. русск. кидарь (Кирилл Туровский и др.; см. Срезн. I, 1207). Из греч. κίδαρις. Ср. кивер …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”