κίδαρις — Persian head dress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
κιδάρει — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc/acc dual (attic epic) κιδάρεϊ , κίδαρις Persian head dress fem dat sg (epic) κίδαρις Persian head dress fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιδάρεις — κίδαρις Persian head dress fem nom/voc pl (attic epic) κίδαρις Persian head dress fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδαρι — κίδαρις Persian head dress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίδαριν — κίδαρις Persian head dress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίταρις — κίταρις, ἡ (Α) κίδαρις*, τιάρα («ἡ κίταρις ἐστῶσα περὶ τῇ κεφαλῇ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] … Dictionary of Greek
κίτταρις — κίτταρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) η κίδαρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] … Dictionary of Greek
кивер — военный головной убор , др. русск. киверъ, впервые в 1378 г. у митрополпта Киприана; Киверевъ, фам., 1495 г. (Тупиков); др. русск. киверь – то же, иногда также свадебный венец (ХV в.; см. Соболевский, РФВ 70, 80), укр. кивер, польск. kiwior тур.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
кидарь — м. покрывало, которое носили на голове иудейские первосвященники , только др. русск. кидарь (Кирилл Туровский и др.; см. Срезн. I, 1207). Из греч. κίδαρις. Ср. кивер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia