κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
κίμβιξ — niggard masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίμβικα — κίμβιξ niggard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίμβικας — κίμβιξ niggard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίμβικες — κίμβιξ niggard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… … Dictionary of Greek
κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] … Dictionary of Greek
κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* … Dictionary of Greek
κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι … Dictionary of Greek
κυμινοκίμβιξ — κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ (Α) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»] … Dictionary of Greek
λιμοκίμβιξ — λιμοκίμβιξ, ικος, ό, ἡ (Α) αυτός που πεθαίνει τής πείνας από στέρηση λόγω φιλαργυρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κίμβιξ, ικος «φειδωλός, τσιγγούνης»] … Dictionary of Greek