καθάρειος — καθάρειος, ον (Α) βλ. καθάριος … Dictionary of Greek
καθάρειος — cleanly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριώτερον — καθάρειος cleanly masc acc comp sg καθάρειος cleanly neut nom/voc/acc comp sg καθάρειος cleanly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειοτέρων — καθάρειος cleanly fem gen comp pl καθάρειος cleanly masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρείως — καθάρειος cleanly adverbial καθάρειος cleanly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριωτέραις — καθάρειος cleanly fem dat comp pl καθαριωτέρᾱͅς , καθάρειος cleanly fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριωτέρων — καθάρειος cleanly fem gen comp pl καθάρειος cleanly masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριώτατα — καθάρειος cleanly adverbial superl καθάρειος cleanly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριώτατον — καθάρειος cleanly masc acc superl sg καθάρειος cleanly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίως — καθάρειος cleanly adverbial καθάρειος cleanly masc/fem acc pl (doric) καθαριόω purify imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρειον — καθάρειος cleanly masc/fem acc sg καθάρειος cleanly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)