καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο επίρρ. α 1. καθαρός, παστρικός: Σήμερα φόρεσε καθάριο πουκάμισο. 2. διαυγής: Καθάριος ουρανός αστραπές δε φοβάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθάριος — καθάρειος cleanly masc/fem nom sg καθάριος cleanly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίει — καθάριος cleanly neut nom/voc/acc dual (attic epic) καθαρίεϊ , καθάριος cleanly neut dat sg (epic ionic) καθάριος cleanly neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
Катя — Екатерина женское имя. По одной из версий произошло от греческого слова Катариос (καθάριος), что переводится как чистая; чистокровная; непорочная; безупречная; простая; чистейшая. Уменьшительно ласкательные формы: Катя, Катюша, Катёнок,Катёнка,… … Википедия
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ζευγάς — ο [ζεύγος] 1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης 2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek
ιθαρός — ἰθαρός, ά, όν (Α) 1. εύθυμος, χαρωπός 2. καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ τού ρ. ἰθ αίνω + κατάλ. αρός (πρβλ. μι αρός) συνδέεται με το ινδοϊρανικό *idhra «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τής λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ. και… … Dictionary of Greek
καθάρειος — καθάρειος, ον (Α) βλ. καθάριος … Dictionary of Greek