- καθάρευσις
καθάρευσις, ἡ, das Reinsein, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρευσις, ἡ, das Reinsein, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρευσις — καθάρευσις, ἡ (Α) [καθαρεύω] (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. αγιασμός) αγιότητα, καθαρισμός, αγνότητα … Dictionary of Greek
καθάρευσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρεύσει — καθάρευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθαρεύσεϊ , καθάρευσις fem dat sg (epic) καθάρευσις fem dat sg (attic ionic) καθαρεύω to be clean aor subj act 3rd sg (epic) καθαρεύω to be clean fut ind mid 2nd sg καθαρεύω to be clean fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρευσιν — καθάρευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρεύσεως — καθαρεύσεω̆ς , καθάρευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρεύσῃ — καθαρεύσηι , καθάρευσις fem dat sg (epic) καθαίρω cleanse fut part act fem dat sg (epic ionic) καθαρεύω to be clean aor subj mid 2nd sg καθαρεύω to be clean aor subj act 3rd sg καθαρεύω to be clean fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)