- καθάρυλλος
καθάρυλλος, dim. zu καϑαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρυλλος, dim. zu καϑαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρυλλος — καθάρυλλος, ον (Α) (κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος. επίρρ... καθαρύλλως (Α) κάπως καθαρά, καθαρούτσικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. υλλος (πρβλ. άρκ υλλος, μάτρ υλλος)] … Dictionary of Greek
καθαρύλλως — καθάρυλλος dainty adverbial καθάρυλλος dainty masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρύλλων — καθάρυλλος dainty masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek