- καθάρτρια
καθάρτρια, ἡ, fem. zu καϑαρτής, Schol. Pind. P. 3, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρτρια, ἡ, fem. zu καϑαρτής, Schol. Pind. P. 3, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθάρτρια — καθάρτρια, ἡ (Α) βλ. καθαρτής … Dictionary of Greek
καθάρτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρτριαι — καθάρτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτής — (Cathartes). Γένος πτηνών της οικογένειας των καθαρτιδών (βλ. λ.). * * * ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) [καθαίρω] αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ.… … Dictionary of Greek