καθαρτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
καθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει: Υπάρχουν πολλές καθαρτικές ουσίες για τα έπιπλα. 2. το ουδ. καθαρτικό ως ουσ., σημαίνει το φάρμακο που χρησιμεύει για την κένωση του στομάχου και των εντέρων: Στις περιπτώσεις δυσκοιλιότητας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρτικά — καθαρτικός of neut nom/voc/acc pl καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc/acc dual καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικώτερον — καθαρτικός of adverbial comp καθαρτικός of masc acc comp sg καθαρτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικῶν — καθαρτικός of fem gen pl καθαρτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικόν — καθαρτικός of masc acc sg καθαρτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικαῖς — καθαρτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικαί — καθαρτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικοῖς — καθαρτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικοί — καθαρτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)