καθ-αρπάζω

καθ-αρπάζω

καθ-αρπάζω (f, ἁρπάζω), herunterreißen, herausreißen; ἐκ δεξιᾶς ξίφη Eur. Andr. 814, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων 1123, wie τὰς ἀσπίδας Ar. Equ. 857, wo Bekker κατασπάσαντες lies't; plündern, rauben, Strab. XVI, 761.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”