καθαρτήρ

καθαρτήρ

καθαρτήρ, ῆρος, ὁ, = καϑαρτής; Han. 4, 251; Plut. qu. gr. 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρτῆρα — καθαρτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτῆρας — καθαρτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτῆρες — καθαρτήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτήρας — ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω] νεοελλ. όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων αρχ. αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”