- κιθαρ-αοιδός
κιθαρ-αοιδός, ὁ, = κιϑαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιϑαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιθαρ-αοιδός, ὁ, = κιϑαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιϑαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
φιλωδός — όν, Α αυτός που τού αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρ ῳδός] … Dictionary of Greek