κιθαρισμός

κιθαρισμός

κιθαρισμός, , = κιϑάρισις, Callim. Del. 312.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιθαρισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμός — ὁ (Α κιθαρισμός) [κιθαρίζω] κιθάρισις*, το παίξιμο τής κιθάρας …   Dictionary of Greek

  • κιθαρισμοῖς — κιθαρισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμοῦ — κιθαρισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμούς — κιθαρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμόν — κιθαρισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”