- κιθαρίστρια
κιθαρίστρια, ἡ, fem. zu κιϑαριστής, Poll. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιθαρίστρια, ἡ, fem. zu κιϑαριστής, Poll. 4, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιθαριστρίᾳ — κιθαριστρίᾱͅ , κιθαρίστρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίστρια — ἡ (ΑΜ κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) θηλ. τού κιθαριστής* … Dictionary of Greek
κιθαριστρίας — κιθαριστρίᾱς , κιθαρίστρια fem acc pl κιθαριστρίᾱς , κιθαρίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστριῶν — κιθαρίστρια fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστρίαις — κιθαρίστρια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίστριαι — κιθαρίστρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίστριαν — κιθαρίστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστής — και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω] αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ. β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
κυκλίστρια — κυκλίστρια, ἡ (Α) χορεύτρια τού κύκλιου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + κατάλ. ίστρια, κατά το κιθαρίστρια)] … Dictionary of Greek
κιθαριστής — ο θηλ. κιθαρίστρια αυτός που παίζει κιθάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)