- γιγγλυμωτός
γιγγλυμωτός, vergliedert, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γιγγλυμωτός, vergliedert, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γιγγλυμωτός — γιγγλυμωτός, ή, όν (Α) [γίγγλυμος] 1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον 2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» ρουφηχτό, περιπαθές φιλί … Dictionary of Greek
γιγγλυμωτόν — γιγγλυμωτός hinged masc/fem acc sg γιγγλυμωτός hinged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)