- γιγγλυμόομαι
γιγγλυμόομαι, gelenkartig in einander greifen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γιγγλυμόομαι, gelenkartig in einander greifen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεγιγγλυμῶσθαι — γιγγλυμόομαι to be hinge jointed perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγιγγλύμωνται — γιγγλυμόομαι to be hinge jointed perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)